- αὐτόγνωτος
- αὐτόγνωτοςself-determinedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτόγνωτος — αὐτόγνωτος, ον αυτός που τον αποφάσισε κανείς μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γνωτός < γιγνώσκω (πρβλ. αλλόγνωτος, αρίγνωτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek